- λαγαροειδῶς
- λᾰγᾰρο-ειδῶς, Adv.A like a στίχος λαγαρός (4), Eust.399.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαγαροειδώς — λαγαροειδῶς (Μ) [λαγαρός] επίρρ. κατά το είδος λαγαρού, χαλαρού, ατελούς στίχου … Dictionary of Greek
λαγαροειδῶς — like a indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)